- γάνος
- (I)το (Α γάνος)λάμψη, ακτινοβολίααρχ.1. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα2. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα («Ἀσωποῡ γάνος», «γάνος... μελίσσης», Ευρ.«παλαιᾱς ἀμπέλου γάνος», Αισχ).[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι*, κατά το ουδ. σε. –νος (πρβλ. γλήνος, έθνος, σμήνος κ.ά.)].————————(II)το [γανιάζω (II)]1. η σκουριά στα χαλκώματα2. το λευκό επίχρισμα τής γλώσσας, η γάνα.
Dictionary of Greek. 2013.